Ενόψει της πρότασης του ΕΤΕΚ για φορολόγηση της λεγόμενης «αδρανούσας γης», αξίζει να τεθούν ορισμένες βασικές παρατηρήσεις.
Η πρόταση παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες ήδη από τη βάση της. Χωρίς σαφή ορισμό του τι συνιστά «αδράνεια», το μέτρο οδηγεί σε αυθαιρεσία και νομική αβεβαιότητα.
Παράλληλα, αγνοούνται αντικειμενικοί λόγοι μη αξιοποίησης, όπως η ύπαρξη πολλών εξ αδιαιρέτου ιδιοκτητών, κληρονομικά ζητήματα ή η αδυναμία χρηματοδότησης. Το αποτέλεσμα είναι να τιμωρείται η ιδιοκτησία αντί να διευκολύνεται η ανάπτυξη, μετατρέποντας τη φορολογία σε εργαλείο πίεσης αντί πολιτικής λύσης.
Το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι επιλέγεται η εύκολη λύση της φορολόγησης 💸, αντί ενός συνεκτικού πλαισίου ουσιαστικών κινήτρων που θα μπορούσαν πράγματι να ενεργοποιήσουν την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας.
Την ίδια ώρα, το κράτος εξακολουθεί να αδυνατεί να επιλύσει χρόνιες εκκρεμότητες, όπως οι χιλιάδες υποθέσεις πλειστηριασμών και διαχείρισης ακινήτων με πολλούς εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες που παραμένουν σε εκκρεμότητα και στοιβάζονται στο Κτηματολόγιο. Η θεσμική αυτή αδυναμία καθιστά την αξιοποίηση πολλών ακινήτων πρακτικά αδύνατη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η φορολόγηση της «αδρανούσας γης» κινδυνεύει να λειτουργήσει τιμωρητικά και αποτρεπτικά, αντί να αποτελέσει εργαλείο πραγματικής αξιοποίησης και αναζωογόνησης της ιδιοκτησίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου